- συναγώνισμα
- τὸ, Α [συναγωνίζομαι]1. βοήθεια, σύμπραξη σε αγώνα2. υποστήριξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναγώνισμα — succour in a contest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγωνισμάτων — συναγώνισμα succour in a contest neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)